παλιοπάπουτσο

παλιοπάπουτσο
το
1. το παλιό, το πολύ φθαρμένο, το άχρηστο σχεδόν παπούτσι: Επιτέλους δε θα τ' αλλάξεις αυτά τα παλιοπάπουτσα που λιώσανε στα πόδια σου;
2. αταίριαστο στο πόδι: Τα παλιοπάπουτσα μου σακάτεψαν τα πόδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”